ἀρτοποιός

From LSJ
Revision as of 16:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτοποιός Medium diacritics: ἀρτοποιός Low diacritics: αρτοποιός Capitals: ΑΡΤΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: artopoiós Transliteration B: artopoios Transliteration C: artopoios Beta Code: a)rtopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A bread-maker, baker, X.Cyr.5.5.39, J.AJ15.9.2.

German (Pape)

[Seite 363] ὁ, der Bäcker, Xen. Cyr. 5, 5, 39.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων ἄρτον, ἀρτοποιός, «ψωμᾶς», Ξεν. Κύρ, 5. 5, 39· πρβλ. ἀρτοκόπος καὶ Λοβ. Φρύν. 222.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
boulanger.
Étymologie: ἄρτος, ποιέω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ, ἡ
tahonero, panadero como oficio adscrito al servicio de reyes asiáticos, persas δῶρα ἄγοντες, ὁ μέν τις οἰνοχόον καλόν, ὁ δ' ὀψοποιὸν ἀγαθόν, ὁ δ' ἀρτοποιόν X.Cyr.5.5.39, lidios, de la panadera de Creso, Plu.2.401e, en Roma, Lyd.Mag.3.7
gener. IG 22.10B.3 (V/IV a.C.), Plu.Alex.22, καταστήσας ἀρτοποιοὺς καὶ παρέχων ἑτοίμας τὰς τροφάς como obra benéfica de Herodes para los ancianos, I.AI 15.309, cf. PSAAthen.55re.8 (rom.).

Greek Monolingual

ο (Α αρτοποιός)
αυτός που κατασκευάζει άρτο, ο ψωμάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + -ποιός < ποιώ].

Greek Monotonic

ἀρτοποιός: ὁ (ποιέω), αρτοποιός, φούρναρης, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτοποιός: ὁ и ἡ Xen., Plut. = ἀρτοκόπος.

Middle Liddell

ποιέω
a bread-maker, baker, Xen.