προσαλίσκομαι

From LSJ
Revision as of 14:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσᾰλίσκομαι Medium diacritics: προσαλίσκομαι Low diacritics: προσαλίσκομαι Capitals: ΠΡΟΣΑΛΙΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: prosalískomai Transliteration B: prosaliskomai Transliteration C: prosaliskomai Beta Code: prosali/skomai

English (LSJ)

   A to be cast in a lawsuit besides, Ar.Ach.701.

German (Pape)

[Seite 748] (s. ἁλίσκομαι), noch dazu gefangen od. verurtheilt werden; Ar. Ach. 667; προσεαλωκότες ὑπὸ δόξης καὶ ἀπάτης, Plut. de aud. poet. 2 p. 67, wo v. l. προεαλωκότες.

Greek (Liddell-Scott)

προσᾰλίσκομαι: καταδικάζομαι προσέτι, νῦν δ’ ὑπ’ ἀνδρῶν πονηρῶν σφόδρα διωκόμεθα, κᾆτα προσαλισκόμεθα, «καὶ πρὸς τούτοις καταδικαζόμεθα καὶ ζημιούμεθα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 701 (ἀλλ’ ὁ Elmsl. ὀρθῶς διώρθωσε πρὸς ἁλ-).

Greek Monolingual

Α
καταδικάζομαι επί πλέον σε δίκη («νῡν δ' ὑπ' ἀνδρῶν πονηρῶν σφόδρα διωκόμεθα, κἆτα προσαλισκόμεθα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἁλίσκομαι (ως αττ. δικαν. όρος) «κηρύσσομαι ένοχος, καταδικάζομαι»].

Russian (Dvoretsky)

προσᾰλίσκομαι: v. l. πρὸς ἁλίσκομαι быть (при этом) пойманным, схваченным Arph., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αλίσκομαι ook nog gevangen genomen worden, ook nog verslagen worden. Aristoph. Ach. 700 (tekst onzeker).