μονόρρυθμος

From LSJ
Revision as of 11:03, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόρρυθμος Medium diacritics: μονόρρυθμος Low diacritics: μονόρρυθμος Capitals: ΜΟΝΟΡΡΥΘΜΟΣ
Transliteration A: monórrythmos Transliteration B: monorrythmos Transliteration C: monorrythmos Beta Code: mono/rruqmos

English (LSJ)

ον,

   A of solitary kind, μ. δόμοι houses dwelt in by one only, A.Supp. 961.

Greek (Liddell-Scott)

μονόρρυθμος: -ον, ἰδιόρρυθμος, δόμος μ., οἰκία ὑφ’ ἑνὸς μόνου κατοικουμένη, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 961.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ajusté ou arrangé par un seul ; dont l’ordonnance est simple.
Étymologie: μόνος, ῥυθμός.

Greek Monolingual

μονόρρυθμος, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει σε έναν μοναδικό ρυθμό ή αποτελεί μοναδικό είδος
2. αυτός που κατοικείται μόνο από έναν («πάρεστιν οἰκεῑν καὶ μονορρύθμους δόμους», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μον-ωρύχος (πρβλ. χρυσωρύχος) < μον(ο)- + ῥυθμός (πρβλ. εύ-ρυθμος)].

Russian (Dvoretsky)

μονόρρυθμος: рассчитанный на одного только, отдельный (δόμος Aesch.).