ἀρθροπέδη
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
ἡ,
A band for the limbs, fetter, AP6.297 (Phan.).
German (Pape)
[Seite 350] ἡ, Gliederband, Fessel, Phani. 4 (VI, 297), l. d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρθροπέδη: ἡ, πέδη, δεσμὸς τῶν ἄρθρων, Ἀνθ. Π. 6. 297.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ traba, grillete, AP 6.297 (Phan.).
Greek Monotonic
ἀρθροπέδη: ἡ, δεσμός των αρμών, των αρθρώσεων, ποδοπέδη, δεσμά των ποδιών, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρθροπέδη: ἡ путы, оковы Anth.