καταβεβλημένως
From LSJ
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of καταβάλλω,
A contemptibly, Isoc.15.305.
German (Pape)
[Seite 1339] weggeworfen, gemein, ζῆν, Isocr.
Greek (Liddell-Scott)
καταβεβλημένως: ἴδε καταβάλλω ἐν τέλει.
French (Bailly abrégé)
adv.
d’une façon commune, humblement.
Étymologie: part. pf. Pass. de καταβάλλω.
Greek Monolingual
καταβεβλημένως (Α)
επίρρ. με πολύ περιφρονητικό τρόπο, περιφρονημένα, με καταφρόνηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταβεβλημένος μτχ. παθ. παρακμ. του καταβάλλω)].
Russian (Dvoretsky)
καταβεβλημένως: пошло, презренно (ζῆν Isocr.).