καταβιβρώσκω

From LSJ
Revision as of 08:50, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "; [[to be " to "; to [[be ")

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβιβρώσκω Medium diacritics: καταβιβρώσκω Low diacritics: καταβιβρώσκω Capitals: ΚΑΤΑΒΙΒΡΩΣΚΩ
Transliteration A: katabibrṓskō Transliteration B: katabibrōskō Transliteration C: katavivrosko Beta Code: katabibrw/skw

English (LSJ)

(pres. not found,

   A v. ἐσθίω), aor. κατέβρων h.Ap. 127: pf. Pass. καταβέβρωμαι: aor. κατεβρώθην (v. infr.):—eat up, devour, h.Ap. l.c.; καταβεβρωκὼς σιτία ἴσως ἐλεφάντων τεττάρων Antiph.82: metaph., καταβεβρώκασι… τὰς οὐσίας Hegesipp.Com.1.30; τὰ ὄντα Hyp.Fr.249:—Pass., ὑπὸ εὐλέων κατεβρώθη Hdt.3.16; κατεβρώθη ὑπὸ τῶν ἰδίων κυνῶν Palaeph.6; καταβέβρωται Hdt.4.199; ὑπ' ἰχθύων prob. in Phld.Mort.32; to be corroded, Pl.Phd.110a.

German (Pape)

[Seite 1340] (s. βιβρώσκω), verzehren, aufzehren; ἐπειδὴ κατέβρως ἄμβροτον εἶδαρ H. h. Apoll. 127; ἐκπέποταί τε καὶ καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπός Her. 4, 199; ἵνα μὴ ὑπὸ εὐλέων καταβρωθῃ 3, 202; τὰ ἐνθάδε διεφθαρμένα ἐστὶ καὶ καταβεβρωμένα Plat. Phaed. 110 a; Folgde, wie Arist. H. A. 6, 37; Luc. conscr. hist. 28. Auch übertr., τὰ ὄντα Hyperid. Poll. 6, 39; οἳ καταβεβρώκασ' ἕνεκ' ἐμοῦ τὰς οὐσίας, sie haben aufgewendet, Hegesipp. bei Ath. VII, 290 e; τὸν ἀγρὸν εἰς ὀψοφαγίαν VIII, 344 b. Vgl. καταβρόξειε.

Greek (Liddell-Scott)

καταβιβρώσκω: μέλλ. -βρώσομαι: ἀόρ. κατέβρων· παθ. πρκμ. καταβέβρωμαι: ἀόρ. κατεβρώθην· πρβλ. καταβρώθω. Κατατρώγω, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 127, Ἡρόδ. 3. 16· καταβεβρωκὼς σιτία ἴσως ἐλεφάντων τεττάρων Ἀντιφάνης ἐν «Διδύμοις» 1· μεταφ., καταβεβρώκασι… τὰς οὐσίας, ἔφαγον τὰς περιουσίας των, Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 30. -Παθ., καταβέβρωται Ἡρόδ. 4. 199, πρβλ. Πλάτ. Φαίδ. 110A· -(περὶ τοῦ καταβρώξειε ἐν Διον. Π. 604, ἴδε ἐν λ. καταβρόξειε).

French (Bailly abrégé)

f. καταβρώσομαι, ao. κατέβρωσα, ao.2 κατέβρων, pf. καταβέβρωκα;
avaler, dévorer, engloutir.
Étymologie: κατά, βιβρώσκω.

Greek Monolingual

καταβιβρώσκω)
1. κατατρώγω, καταβροχθίζω
2. μτφ. καταστρέφω κάτι με την πάροδο του χρόνου, φθείρω λίγο λίγο, αφανίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βιβρώσκω «τρώγω»].

Greek Monotonic

καταβιβρώσκω: μέλ. -βρώσομαι, αόρ. βʹ -έβρων, Παθ. παρακ. -βέβρωμα, αόρ. αʹ -εβρώθην· κατατρώω, καταβροχθίζω, σε Ηρόδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

καταβιβρώσκω: (fut. καταβρώσομαι, aor. 1 κατέβρωσα, aor. 2 κατέβρων, pf. καταβέβρωκα; pass.: pf. καταβέβρωμαι, aor. κατεβρώθην) съедать (ἄμβροτον εἶδαρ Hom.; καταβεβρωμένα ὑπὸ μυῶν Arst.): ὥστε ἐκπέποται καὶ καταβέβρωται ὁ πρῶτος καρπός Her. когда выпит и съеден сбор предыдущего урожая; τὰ διεφθαρμένα καὶ καταβεβρωμένα Plat. размытые и выветрившиеся местности.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-βιβρώσκω opeten, verslinden; overdr.: ἥδε... ἡ γῆ... καὶ ἅπας ὁ τόπος ὁ ἐνθάδε διεφθαρμένα ἐστὶν καὶ καταβεβρωμένα de aarde hier en deze hele locatie is verrot en aangevreten Plat. Phaed. 110a.

Middle Liddell

fut. -βρώσομαι aor2 -έβρων perf. pass. -βέβρωμαι aor1 -εβρώθην
to eat up, devour, Hdt., Plat.