σισυρνοδύτης

From LSJ
Revision as of 12:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐσυρνοδύτης Medium diacritics: σισυρνοδύτης Low diacritics: σισυρνοδύτης Capitals: ΣΙΣΥΡΝΟΔΥΤΗΣ
Transliteration A: sisyrnodýtēs Transliteration B: sisyrnodytēs Transliteration C: sisyrnodytis Beta Code: sisurnodu/ths

English (LSJ)

[ῡ], ου, ὁ,

   A one who wears a σίσυρνα, Lyc. 634.

German (Pape)

[Seite 884] ὁ, der in eine σίσυρνα kriecht od. schlüpft, mit einem Flausrocke bekleidet ist, Lycophr. 634.

Greek (Liddell-Scott)

σῐσυρνοδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, ὁ ἐνδεδυμένος σίσυρναν, Λυκόφρ. 634. -Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ντυμένος με σίσυρνα, με κάπα ή γούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σίσυρνα, άλλος τ. του σισύρα «κάπα» + -δύτης (< δύω «βυθίζω, βουτώ»), πρβλ. ῥακο-δύτης, τρωγλο-δύτης.