σπάδιξ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
English (LSJ)
[ᾱ], ῑκος, ἡ, (σπάω)
A bough or branch torn off, esp. palmbranch or frond,= βάϊς (cf. σπάθη 7), σ. φοίνικος Porph.Abst.4.7: abs., Plu.2.724a: pl. in Lat. spadica (Amm.Marc.24.3.12); applied to other plants, e.g. ῥυτῆς Nic.Al.528; ποΐσω ἀργυρέ[α]ν σ. Supp.Epigr. 4.61 (Centuripae, i (?) A.D., but perh. in signf.11). 2 as Adj., palm-coloured, i.e. bay, only Lat. spadix, Verg.G.3.82, Gell.2.26.9. II a stringed instrument like the lyre, with high notes, Nicom. Harm.4, Poll.4.59; condemned by Quintilian as effeminate, Inst.1.10.31. III rind stripped from the root of the πρῖνος, Λέξεις Ἡροδότου in Stein Herodotus ii p.469 (Berol. 1871), cf. Hsch. s.v. σπᾶ.
German (Pape)
[Seite 915] ικος, ἡ, 1) ein abgerissener Zweig, bes. ein mit der Frucht abgerissener Palmzweig, Poll. 7, 147; Nic. Al. 528; vgl. Plut. Sympos. 8, 4 πρῶτος ἐν Δήλῳ Θησεὺς ἀγῶνα ποιῶν, ἀπέσπ ασε κλάδον τοῦ ἱεροῦ φοίνικ ος, ᾑ καὶ σπάδιξ ὠνομάσθη; davon spadiceus, nach der Farbe desselben, s. Gell. N. A. 2, 26. 3, 10. – 2) bei Poll. 4, 59 u. Nicom. harm. ein Saiteninstrument, wie die Lyra, das Quintil. 7, 10, 51 nebst dem ψαλτήριον als weichlich verwirft. – 3) die abgezogene Rinde von der Wurzel des πρῖνος, Greg. Cor.
Greek (Liddell-Scott)
σπάδιξ: [ᾱ], -ῑκος, ἡ, (σπάω) κλάδος ἀπεσπασμένος (πρβλ. κλάδος ἐκ τοῦ κλάω), μάλιστα κλάδος φοίνικος, ὡς τὸ βαῒς (πρβλ. σπάθη 7), σπ. φοίνικος Πορφ. π. Ἀποχ. Ἐμψύχ. 4. 7· καὶ οὕτως ἀπολ., Πλούτ. 2. 724Α· πληθ. ἐν τῷ Λατιν. spadica (Ammian. 24. 3)· λέγεται καὶ ἐπὶ ἄλλων φυτῶν, π.χ. ῥυτῆς Νικ. Ἀλεξιφ. 528. 2) ὡς ἐπίθετ., ὁ ἔχων τὸ χρῶμα φοίνικος (πρβλ. φοῖνιξ). Λατ. spadix ἐν Οὐεργιλ. Γεωργ. 3. 82, πρβλ. Α. Γέλλ. 2. 26, 9. ΙΙ. ὄργανον ἔγχορδον ὅμοιον τῇ λύρᾳ ἀλλ’ ἔχον τόνους πολὺ ὀξεῖς, Πολυδ. Δ΄, 49· ὅπερ κατακρίνει ὁ Κοϊντιλιανὸς ὡς ἐκθηλυντικόν, 1. 10, 31. ΙΙΙ. ὁ φλοιὸς ἀποσπώμενος ἀπὸ τῆς ῥίζης τῆς πρίνου, Γραμμ.
French (Bailly abrégé)
ικος (ἡ) :
branche arrachée, particul. branche de palmier arrachée avec ses fruits.
Étymologie: σπάω.
Greek Monolingual
-ικος, ὁ και ἡ, Α
βλ. σπάδικας.
Russian (Dvoretsky)
σπάδιξ: ῑκος ἡ сорванная ветвь Plut.
Frisk Etymological English
σπάδιον, σπάδων, σπαδών, σπάτος etc.
See also: s. σπάω. σπαδιξ???
Frisk Etymology German
σπάδιξ: σπάτος σπάδιον, σπάδων, σπαδών, σπάτος usw.
{spádiks}
See also: s. σπάω.
Page 2,755