ἐνοικίδιος
Καλὸν τὸ γηρᾶν καὶ τὸ μὴ γηρᾶν πάλιν → Res pulchra senium, pulchra non senescere → Schön ist das Altsein, doch nicht alt sein wieder auch
English (LSJ)
ον, or α, ον,
A domestic, ὄρνιθες Poll.10.156.
German (Pape)
[Seite 849] im Hause befindlich; σκεύη, Hausgeräth, Clem. Al.; ὄρνιθες, Hausvögel, Poll. 10, 156.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνοικίδιος: -ον, ἢ α, ον, (οἰκία) ὁ ἐν τῇ οἰκίᾳ, κατοικίδιος, οἰκιακός, Κλήμ. Ἀλ. 189, Πολυδ. Ι΄, 156.
Spanish (DGE)
-α, -ον
1 doméstico ὄρνιθες Poll.10.156, Porph.Abst.4.16, cf. Sch.Pi.O.12.20, σκεύη Clem.Al.Paed.2.3.37.
2 ref. a divinidades doméstico, de la casa τοῖς ἐνοικιδίοις θεοῖς Διὶ Κτησίῳ καὶ Τύχῃ καὶ Ἀσκληπιῷ IStratonikeia 283.8 (Panamara II/III d.C.), cf. 217.4 (Panamara II d.C.), Milet 6(3).1312 (II/III d.C.).
Greek Monolingual
ἐνοικίδιος, -ον και ἐνοικίδιος, -ία, -ον (AM) οικίδιος
αυτός που βρίσκεται μέσα στην οικία, οικιακός, κατοικίδιος.