πολυκύμων

From LSJ
Revision as of 13:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυκύμων Medium diacritics: πολυκύμων Low diacritics: πολυκύμων Capitals: ΠΟΛΥΚΥΜΩΝ
Transliteration A: polykýmōn Transliteration B: polykymōn Transliteration C: polykymon Beta Code: poluku/mwn

English (LSJ)

[κῡ], ον, gen. ονος, (κῦμἀ = foreg.,

   A πόντος Sol.13.19, Emp.38.3.    II (κύω) bringing forth much, gloss on ἐρικύμων, Sch.A.Ag.119.

German (Pape)

[Seite 665] viel od. sehr wogend, πόντος, Solon. el. 1, 19; – viel gebährend, sehr fruchtbar, Schol. Aesch. Ag. 121, für ἐρικύμων.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκύμων: -ον, γεν. ονος, (κύω, κῦμα) ὁ ἔχων πολλὰ κύματα, πολυτάραχος, πόντος Σόλων 12. 19, Ἐμπεδ. 235. ΙΙ. ὁ πολλὰ κυοφορῶν, παράγων, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 119.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
aux flots agités, houleux.
Étymologie: πολύς, κῦμα.

Greek Monolingual

(I)
-ύκυμον, Α
πολυκύμαντος, με πολλά κύματα («πόντου πολυκύμονος ἀτρυγέτοιο πυθμένα κινήσας», Σόλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κύμων (< κῦμα «θαλάσσιο κύμα»), βλ. ακύμων (Ι)].
(II)
-ύκυμον, Α
καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κύμων (< κῦμα «κύημα, έμβρυο»), πρβλ. ακύμων (ΙΙ)].

Greek Monotonic

πολῠκύμων: -ον, γεν. -ονος (κῦμα), αυτός που παράγει πολλά κύματα, σε Σόλωνα.

Russian (Dvoretsky)

πολυκύμων: 2, gen. ονος (ῡ) волнующийся, взволнованный, бушующий (πόντος Emped.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυκύμων -ον, gen. -ονος [πολύς, κῦμα] met veel golven.

Middle Liddell

πολῠ-κύμων, ονος, κῦμα
swelling with many waves, Solon.