ἀρέομαι
From LSJ
ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me
English (LSJ)
Ion. for ἀράομαι (q.v.), v.l. in Hdt. II fut. of ἄρνυμαι (q. v.), prob. l. in Pi.P.1.75.[ᾰ].
German (Pape)
[Seite 348] ion. = ἀράομαι, Her.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρέομαι: Ἰων. ἀντὶ ἀράομαι, Ἡρόδ. ΙΙ. ποιητ. μέλλ. τοῦ αἴρομαι, θὰ κερδήσω, θὰ νικήσω, Βοίκχ. ἐν Πινδ. Π. 1. 75 (147).
French (Bailly abrégé)
ion. c. ἀράομαι.
Spanish (DGE)
v. ἄρνυμαι.
Greek Monolingual
(I)
ἀρέομαι ιων. (Α)
βλ. αρώμαι.
(II)
ἀρέομαι (Α) άρνυμαι
(μέλλ. του άρνυμαι) θα κερδίσω, θα νικήσω.
Greek Monotonic
ἀρέομαι: Ιων. αντί ἀράομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀρέομαι: ион. = ἀράομαι.