ἐνθεαστικός
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
English (LSJ)
ή, όν,
A inspired, Pl.Lg.682a; ψυχαί, μέλη, Procl.in Prm.p.742S., in Ti.1.355D. Adv. -κῶς Luc.Am.14, Procl.in Prm. p.530S., Syrian.in Metaph.42.14: Sup. -ώτατα Procl.in R.1.133 K. II neurotic, ἴλιγγος Ruf. ap. Orib.7.26.177; πνιγμός Mnesith. Cyz.ib.inc.15.3; πάθος Praxag. ap. Herod.Med. in Rh.Mus.49.549 (-ατικόν codd.).
German (Pape)
[Seite 841] ή, όν, begeistert, verzückt; Plat. Legg. III, 682 a, l. d.; Sp. – Adv., Luc. Amor. 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνθεαστικός: -ή, -όν, ἔνθεος, ἀμφ. ἐν Πλάτ. Νόμοις 628Α. - Ἐπίρρ. -κῶς, Λουκ. Ἔρωτ. 14.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inspirado por la divinidad τὸ ποιητικὸν ἐνθεαστικὸν ὂν γένος Pl.Lg.682a, ὑμνῳδίαι Dion.Ar.DN 3.2 (p.141), λόγοι Procl.in Prm.951, cf. 1072, γνῶσις Procl.in Prm.925, δύναμις Procl.in Prm.1094, ψυχαί Procl.in Prm.950, de Platón, Anon.Prol.8.17
•subst. ὁ ἐ. Olymp.in Alc.230
•sup. neutr. plu. como adv. en forma muy inspirada ἐνθεαστικώτατα τὴν ἀπόρρητον θεωρίαν ἐξέφηνεν Procl.in R.1.133.
2 apasionado ποιεῖ ... ἐνθεαστικούς a los nacidos bajo el signo de Afrodita, Ptol.Tetr.3.14.16.
3 medic. causado por enajenación, de origen nervioso τοῦ ἐνθεαστικοῦ πάθους ... ἐμνήσθη φάσκων περὶ τὴν καρδίαν αὐτὴν εἶναι καὶ τὴν παχεῖαν ἀρτηρίαν Praxag.Cous 71, πνιγμός Mnesith.Cyz. en Orib.Inc.32.3, ἴλιγγος Ruf. en Orib.7.26.177.
4 que conduce al entusiasmo o a la inspiración μέλη τινὰ πεποιημένα, τὰ μὲν Ἀθηναϊκά, τὰ δὲ Ἀρεϊκά, καὶ τὰ μὲν ἐνθεαστικά Procl.in Ti.1.318.7, γένος Syrian.in Metaph.42.14.
II adv. -ῶς
1 rel. al amor entusiásticamente, por inspiración de Afrodita βοῶντος Luc.Am.14.
2 locamente, perdidamente enamorado ἔχειν πως ἐ. ποῶ Men.Dysc.44.
3 por inspiración de la divinidad, inspiradamente πρὸς τὴν ... τοῦ ἑνὸς συναίσθησιν ἐ. ἀναδράμωμεν Procl.in Prm.1071, φησίν ἐ. ἐν τοῖς ἱεροῖς ... γράμμασι Dion.Ar.DN 2.11.
Greek Monolingual
ἐνθεαστικός, -ή, -όν (AM) ενθεάζω
1. αυτός που κατέχεται και καθοδηγείται από θεία έμπνευση, ενθουσιασμένος («ἐνθεαστικαὶ ψυχαί», Πρόκλ.)
2. (για ενόχληση) αυτός που οφείλεται στα νεύρα.
επίρρ...
ἐνθεαστικῶς
με ένθεη μανία, με ενθουσιασμό («ἐνθεαστικῶς ἐκραύγαζον», Μηναία).
Russian (Dvoretsky)
ἐνθεαστικός: (бого)вдохновенный Plat.