ἐπιφάσκω

From LSJ
Revision as of 09:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιφάσκω Medium diacritics: ἐπιφάσκω Low diacritics: επιφάσκω Capitals: ΕΠΙΦΑΣΚΩ
Transliteration A: epipháskō Transliteration B: epiphaskō Transliteration C: epifasko Beta Code: e)pifa/skw

English (LSJ)

   A pretend, profess, c. inf., εἰδέναι σαφῶς Ph.1.457 ; ἰᾶσθαι Id. ap. Eus.PE8.14 ; act a part, ἐ. τὸν [σεμνόν] Phld.Vit.p.36J.; τὸν πλούσιον Ph.2.536.

German (Pape)

[Seite 999] (s. φάσκω), aussagen, behaupten, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφάσκω: διισχυρίζομαι, ἐπαγγέλλομαι, διαβεβαιῶ, μετ’ ἀπαρ., Φίλων παρ’ Εὐσ. Εὐαγγ. Πρ. 388D· προσποιοῦμαι, ὑποκρίνομαι, ἐπ. τὸν πλούσιον ὁ αὐτ. 2. 536.

French (Bailly abrégé)

alléguer, déclarer.
Étymologie: ἐπί, φάσκω.

Greek Monolingual

ἐπιφάσκω (Α)
1. ισχυρίζομαι, διαβεβαιώνω, υπόσχομαι («οἱ τὴν δέσποιναν ἐπιφάσκοντες ἰᾱσθαι», Ευσ.)
2. (με έναρθρο επίθ.) προσποιούμαι, παριστάνω, υποκρίνομαι («ἐπιφάσκων τὸν πάνυ πλούσιον», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φάσκω, παράλλ. τ. του φημί «λέγω»].