ἐφημερίς
Τὰ δάνεια δούλους τοὺς ἐλευθέρους ποιεῖ → Foenus frequenter liberos servos facit → Geliehnes Geld bringt Freie in die Sklaverei
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A diary, journal, esp. a military record, as kept by Alexander's staff, Ath.10.434b, Plu.Alex.23, Arr.An.7.25.1; of Caesar's commentarii, Plu. Caes.22; of office registers, BGU1168.10 (i B.C.). 2 day-book, account-book, PCornell1.2(iii B.C.), PCair.Zen.176.357 (pl., iii B.C.), Plu.2.829c. D.L.6.86; εἰς τὰς ἐ. φιλοσοφεῖν to profess philosophy for the ledger, Plu.2.999a. II -ἐφημερία, J.Vit.1: pl., Id.AJ7.14.7, 12.6.1.
German (Pape)
[Seite 1117] ίδος, ἡ, das Tagebuch, gew. im plur., Plut., bes. (commentarii, acta diurna) geschichtliches oder militärisches, Alex. 23. 76 Caes. 22; βασίλειοι, Alexanders Tagebuch, Arr. An. 7, 25, 1, wie βασιλικαί Plut. Symp. 1, 6, 1. – Bei D. L. 6, 86 ein Buch, worin die tägliche Einnahme u. Ausgabe verzeichnet wird; vgl. Plut. de vit. aer. al. 5; daher εἰς τὰς ἐφημερίδας φιλοσοφεῖν, gleichsam für den Geldbeutel philosophiren, um zu sparen, de esu carn. II, 6. – Sp. der Kalender.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφημερίς: -ίδος, ἡ, ἡμερολόγιον, ἰδίως στρατιωτικὸν ὑπόμνημα τῶν καθ’ ἡμέραν συμβαινόντων, ὡς τοῦ Καίσαρος τὰ Commentarii, Πλουτ. Καῖσ. 22· οὕτως ἀναγινώσκομεν περὶ τῶν τοῦ Ἀλεξάνδρου ἐφημερίδων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλεξ. 23. Ἀρρ. Ἀν. 7. 25, 1. 2) «ἡμερολόγιον», βιβλίον τῶν καθ’ ἡμέραν λογαριασμῶν, Πλούτ. 2. 829C, Προπέρτ. 3. 23, 20· νῦν δ’ ὥσπερ εἰς τὰς ἐφημερίδας φιλοσοφοῦντες, δαπάνην ἀφαιροῦσι τῶν δείπνων ἐν τοῖς ἀχρήστοις καὶ περιττοῖς Πλούτ. 2. 999Α. 3) ἡμερολόγιον, «καλενδάριον», Συνέσ. ΙΙ. = ἐφημερία, Ἰωσήπ. Βίος 1.
French (Bailly abrégé)
ίδος
adj. f.
de chaque jour;
subst. ἡ ἐφημερίς (βίβλος);
1 mémoires ou éphémérides historiques ou militaires;
2 livre de comptes journaliers.
Étymologie: ἐφήμερος.
Greek Monotonic
ἐφημερίς: -ίδος, ἡ (ἡμέρα), ημερολόγιο, στρατιωτικό βιβλίο συμβάντων, όπως τα Commentarii του Καίσαρα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐφημερίς: ίδος ἡ (sc. βίβλος)
1) pl. эфемериды, дневник Plut.;
2) pl. приходо-расходные поденные записи Plut., Diog. L.
Middle Liddell
ἐφ-ημερίς, ίδος ἡμέρα
a diary, journal, such as Caesar's Commentarii, Plut.