ἠρέμησις

From LSJ
Revision as of 16:30, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένοςexcept for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠρέμησις Medium diacritics: ἠρέμησις Low diacritics: ηρέμησις Capitals: ΗΡΕΜΗΣΙΣ
Transliteration A: ērémēsis Transliteration B: ēremēsis Transliteration C: iremisis Beta Code: h)re/mhsis

English (LSJ)

hyperdor. ἀρέμησις, εως, ἡ, Ti.Locr.104b:—

   A rest, opp. κίνησις, Arist.Ph.251a26, al.; ἡ νόησις ἔοικεν -ήσει μᾶλλον ἢ κινήσει Id.de An.407a32; ἐν ἀρεμήσει, of ἐπιθυμία, Ti.Locr.l.c.

German (Pape)

[Seite 1175] ἡ, das Ruhig-, Gelassensein, die Ruhe; ἐπιθυμίαν ἐν ἀρεμήσει εἶμεν Tim. Locr. 104 b; neben πράϋνσις u. κατάστασις ὀργῆς, im Ggstz von κίνησις, Arist. rhet. 2, 3, vgl. de anim. 1, 3, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἠρέμησις: -εως, ἡ, ἡσυχία, ἀκινησία, ἀντίθ. κίνησις, Ἀριστ. Φυσ. 8. 1, 7 κ. ἀλλ. 2) καθησύχασις, καταπράϋνσις, Τίμ. Λοκρ. 104Β· τῆς ὀργῆς Ἀριστ. Ρητ. 2. 3, 2, πρβλ. π. Ψυχ. 1. 3, 21.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
c. ἠρεμία (au propr. et au fig.).
Étymologie: ἠρεμέω.

Greek Monotonic

ἠρέμησις: -εως, ἡ, αταραξία, ησυχία, ακινησία, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἠρέμησις: дор. ἀρέμησις, εως ἡ
1) покой, неподвижность (ἐν ἀρεμήσει εἶμεν Plat.; ἡ ἠ. στέρησις τῆς κινήσεως, sc. ἐστιν Arst.);
2) спокойствие, успокоение (τῆς ὀργῆς Arst.).

Middle Liddell

ἠρέμησις, εως
quietude, Arist.