πέραθεν

From LSJ
Revision as of 05:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέρᾱθεν Medium diacritics: πέραθεν Low diacritics: πέραθεν Capitals: ΠΕΡΑΘΕΝ
Transliteration A: pérathen Transliteration B: perathen Transliteration C: perathen Beta Code: pe/raqen

English (LSJ)

Adv., (πέρα)

   A from beyond, from the far side, E.Heracl.82 (lyr.), X.HG3.2.2 : Ion. πέρηθε Hdt.6.33 ; πέρηθεν τοῦ Εὐφρήτεω Luc.Syr.D.13.

German (Pape)

[Seite 562] adv., von jenseits her, von drüben her; Eur. Heracl. 83; Xen. Hell. 3, 2, 2; s. πέρηθεν.

Greek (Liddell-Scott)

πέρᾱθεν: Ἰων. πέρηθεν. Ἐπίρρ., (πέρα) ἐκ τοῦ πέραν, ἐκ τοῦ περαιτέρω μέρους, Ἡρόδ. 6. 33, Εὐρ. Ἡρακλ. 82, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 2.

French (Bailly abrégé)

adv.
du côté opposé, d’au delà.
Étymologie: πέρα, -θεν.

Greek Monolingual

και ιων. τ. πέρηθε(ν), Α
(τοπ. επίρρ.) από το απέναντι μέρος, απ' αντικρύ («τσι περαζόμενους καιρούς, που οι Έλληνες ωρίζα», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέρα + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. άνω-θεν)].

Greek Monotonic

πέρᾱθεν: Ιων. -ηθεν, επίρρ. (πέρα), από πέρα, από το μέρος που είναι πιο πέρα ή πιο απομακρυσμένο, σε Ηρόδ., Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πέρᾱθεν, Ion. πέρηθε(ν) [πέρα] adv., van de overkant; met gen.. πέρηθεν τοῦ Εὐφρήτεω van de overkant van de Eufraat Luc. 44.13.

Middle Liddell

πέρα
from beyond, from the far side, Hdt., Eur.