εκπληρώνω
From LSJ
δειναὶ δ' ἅμ' ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → and after him come dread spirits of death that never miss their mark
Greek Monolingual
και εκπληρώ (-όω) (AM ἐκπληρῶ, -όω
Μ και ἐκπληρώνω)
1. εκτελώ κάτι μέχρι τέλους, φέρω εις πέρας («εκπληρώνω την αποστολή μου, τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις, την εντολή που μού δόθηκε)
2. τηρώ («εκπληρώνω την υπόσχεσή μου», «ὑπόσχεσιν ή χάριν ἐκπληρῶ»)
νεοελλ.
φρ. «εκπληρώνω χρέη νομάρχη, διοικητή κ.λπ.» — ασκώ τα καθήκοντα, αντικαθιστώ
αρχ.-μσν.
1. ξεπληρώνω («χρέος ἐκπληρῶ»)
2. ἐκπληοῦμαι
γεμίζω τελείως, είμαι εντελώς γεμάτος
μσν.
τελειώνω
αρχ.
1. γεμίζω κάτι εντελώς
3. συμπληρώνω αριθμό
3. επανδρώνω πλοίο.