βαρύκομπος

From LSJ
Revision as of 15:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰρῠκομπος Medium diacritics: βαρύκομπος Low diacritics: βαρύκομπος Capitals: ΒΑΡΥΚΟΜΠΟΣ
Transliteration A: barýkompos Transliteration B: barykompos Transliteration C: varykompos Beta Code: baru/kompos

English (LSJ)

ον,

   A loud-roaring, λέοντες Pi.P. 5.57.

English (Slater)

βᾰρύκομπος
   1 loud roaring βαρύκομποι λέοντες (P. 5.57)

Spanish (DGE)

(βᾰρύκομπος) -ον

• Prosodia: [-ῠ-]
de sordo rugido λέοντες Pi.P.5.57.

Greek Monolingual

βαρύκομπος, -ον (Α)
φρ. «βαρύκομπος λέων» — αυτός που βρυχάται βαριά, δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + κόμπος «θόρυβος, κρότος»].

Russian (Dvoretsky)

βαρύκομπος: глухо рычащий (λέοντες Pind.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαρύκομπος -ον βαρύς, κόμπος luid brullend, van leeuwen. Pind.