βούβοτος
ἐλάττω ἔχειν γῆν τὸν ἀγρὸν ἐπιστολῆς Λακωνικῆς → own a farm smaller than a Laconian letter, own a tiny farm
English (LSJ)
ον,
A grazed by cattle, Od.13.246, AP6.114 (Simm. or Phil.).
German (Pape)
[Seite 455] von Rindern beweidet, Hom. einmal, Od. 13, 246 von Ithaka αἰγίβοτος δ' ἀγαθὴ καὶ βούβοτος, tauglich um Rinder u. Ziegen zu weiden; Philipp. Thessalon. (VI, 114).
Greek (Liddell-Scott)
βούβοτος: -ον, ὁ ὑπὸ βοῶν νεμόμενος, Ὀδ. Ν. 246, Ἀνθ. II. 6. 114.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où paissent les bœufs ou en gén. les bestiaux.
Étymologie: βοῦς, βόσκω.
English (Autenrieth)
kine-pasture, Od. 13.246†.
Spanish (DGE)
-ον
rico en pastos γαῖα Od.13.246, βούβοτον Ὀρβηλοῖο παρὰ σφυρόν al pie de la sierra de Orbelo rica en pastos Simm.22.
Greek Monolingual
βούβοτος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός στον οποίο βόσκουν βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -βοτος < βόσκω (πρβλ. αιγίβοτος, ιππόβοτος, μηλόβοτος, πάμβοτος κ.ά.)].
Greek Monotonic
βούβοτος: -ον, αυτός που είναι πρόσφορος για τη βοσκή βοδιών, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
βούβοτος: питающий быков, изобилующий пастбищами для крупного рогатого скота (γαῖα αἰγίβοτος καὶ β. Hom.; Ὀρβηλοῖο σφυρόν Anth.).
Middle Liddell
grazed by cattle, Od.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βούβοτος -ον βοῦς, βόσκω door runderen beweid, door runderen begrazen.