δίαμμος
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ον,
A very sandy, Plb.34.10.3, Str.1.3.7.
German (Pape)
[Seite 590] sehr sandig, γῆ Pol. 34, 10; – auch Strab. 1, 3, 7.
Greek (Liddell-Scott)
δίαμμος: -ον, πλήρης ἄμμου, λίαν ἀμμώδης, Πολύβ. 34. 10, 3, Στράβ. σ. 52. 133.
Spanish (DGE)
-ον
arenoso γῆ Plb.34.10.3, Str.16.4.2, παραλία Str.1.3.7, cf. 2.5.37.
Greek Monolingual
δίαμμος, -ον (Α) άμμος
(για τόπο) πολύ αμμώδης, γεμάτος άμμο.
Russian (Dvoretsky)
δίαμμος: сплошь песчаный (γῆ Polyb.).