δασύκερκος
ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues
English (LSJ)
ον,
A bushy-tailed, ἀλώπηξ Theoc.5.112.
German (Pape)
[Seite 524] ἀλώπηξ, rauchschwänzig, Theocr. 5, 112.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰσύκερκος: -ον, ὁ ἔχων δασεῖαν ἢ πυκνότριχα τὴν οὐράν, ἀλώπηξ Θεόκρ. 112.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la queue velue.
Étymologie: δασύς, κέρκος.
Spanish (DGE)
(δᾰσύκερκος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de cola peluda ἀλώπεκες Theoc.5.112, glos. a θυσάνουρος Hsch.
Greek Monolingual
δασύκερκος, -ον (AM)
(για την αλεπού) με φουντωτή ουρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς + κέρκος «η ουρά»].
Greek Monotonic
δᾰσύκερκος: -ον, αυτός που έχει φουντωτή ουρά· ἀλώπηξ, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
δᾰσύκερκος: с мохнатым или пушистым хвостом (ἀλωπηξ Theocr.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δασύκερκος -ον [δασύς, κέρκος] met ruige staart.