εὐλεχής
From LSJ
English (LSJ)
ές,
A = εὔλεκτρος, θάλαμος AP7.649 (Anyte); Κύπρις APl. 4.182 (Leon.).
German (Pape)
[Seite 1078] ές, = εὔλεκτρος, θάλαμος, Anyte 16 (VII, 649).
Greek (Liddell-Scott)
εὐλεχής: -ές, εὔλεκτρος, Ἀνθ. Π. 7. 649, Πλαν. 182.
Greek Monolingual
εὐλεχής, -ές (Α)
εύλεκτρος («εὐλεχέος θαλάμου», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -λεχής (< λέχος), πρβλ. απειρο-λεχής, κοινο-λεχής κ.ά.].
Greek Monotonic
εὐλεχής: -ές, = εὔλεκτρος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὐλεχής: Anth. = εὔλεκτρος.
Middle Liddell
εὐ-λεχής, ές = εὔλεκτρος, Anth.]