εὐκαταφορία
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ἡ,
A propensity, proclivity, Stoic.3.25 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1074] ἡ, Geneigtheit, Neigung, D. L. 7, 115, plur. Von
Greek (Liddell-Scott)
εὐκαταφορία: ἡ, κατωφέρεια, Διογ. Λ. 7. 115· ἐν τῷ πληθ.
Greek Monolingual
εὐκαταφορία, ἡ (Α) ευκατάφορος
η τάση, η ροπή προς κάτι.
Russian (Dvoretsky)
εὐκαταφορία: ἡ досл. уклон, перен. наклонность (ἐπὶ τῆς ψυχῆς Diog. L.).