καταγνάμπτω

From LSJ
Revision as of 21:15, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγνάμπτω Medium diacritics: καταγνάμπτω Low diacritics: καταγνάμπτω Capitals: ΚΑΤΑΓΝΑΜΠΤΩ
Transliteration A: katagnámptō Transliteration B: katagnamptō Transliteration C: katagnampto Beta Code: katagna/mptw

English (LSJ)

   A bend down, AP4.3b.5 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 1343] beugen, λόφον τενόντων Agath. prooem. 51 (IV, 3).

Greek (Liddell-Scott)

καταγνάμπτω: κατακάπτω, ‘Ανθ. Π. 4. 3, 51.

French (Bailly abrégé)

courber, recourber.
Étymologie: κατά, γνάμπτω.

Greek Monolingual

καταγνάμπτω (Α)
κατακάμπτω, κάνω κάτι να λυγίσει εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + γνάμπτω «κάμπτω»].

Greek Monotonic

καταγνάμπτω: μέλ. -ψω, κάμπτω, λυγίζω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καταγνάμπτω: гнуть, склонять (λόφον αὐχήεντα Anth.).

Middle Liddell

fut. ψω
to bend down, Anth.