καταμαλάσσω
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
Att. καταμαλάττω,
A soften, σώματα ἐλαίῳ Luc.Anach.24: metaph., appease, Id.JTr.24, Ach.Tat.6.19; τοῦ θυμοῦ τὸ φλεγμαῖνον Hld.7.21.
German (Pape)
[Seite 1362] erweichen, Luc. de gymn. 24; übertr., rühren, besänftigen, τοὺς ἀνέμους Luc. lov. Trag. 24; τοῦ θυμοῦ τὸ φλεγμαῖνον Heliod. 7, 11.
Greek (Liddell-Scott)
καταμᾰλάσσω: Ἀττ. -ττω, πολὺ μαλάσσω, μαλακώνω, κάμνω τι διὰ τῆς ἀλοιφῆς καὶ τῆς τριβῆς μαλακόν, χρίομεν… σώματα ἐλαίῳ καὶ καταμαλάττομεν, ὡς ἐντονώτερα γίγνοιτο Λουκ. Γυμν. 24· μεταφ., πραΰνω, αὐτόθι ἐν Διΐ Τραγ. 24, Ἀχιλλ. Τάτ. 6. 19, κτλ.· τοῦ θυμοῦ τὸ φλεγμαῖνον Ἡλιόδ. 7. 11.
French (Bailly abrégé)
amollir.
Étymologie: κατά, μαλάσσω.
Greek Monolingual
(AM καταμαλάσσω, Α και αττ. τ. καταμαλάττω)
νεοελλ.
μολύνω με την ψηλάφηση
νεοελλ.-μσν.
μτφ. πραΰνω
αρχ.
μαλακώνω κάτι με τριβή ή αλοιφή.
Greek Monotonic
καταμᾰλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, μαλακώνω πολύ, σε Λουκ.· μεταφ., καταπραΰνω, κατευνάζω, καθησυχάζω, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
καταμᾰλάσσω: атт. καταμαλάττω
1) размягчать, смягчать (σώματα ἐλαίῳ Luc.);
2) укрощать, унимать (τοὺς ἀνέμους Luc.).
Middle Liddell
attic -ττω fut. ξω
to soften much, Luc.; metaph. to appease, Luc.