καταλογεύς

From LSJ
Revision as of 18:10, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλογεύς Medium diacritics: καταλογεύς Low diacritics: καταλογεύς Capitals: ΚΑΤΑΛΟΓΕΥΣ
Transliteration A: katalogeús Transliteration B: katalogeus Transliteration C: katalogeys Beta Code: katalogeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, (καταλέγω (B) 1.3)

   A officer who enrols citizens, Lys.20.13, Arist.Ath.49.2.

German (Pape)

[Seite 1361] ὁ, der eine Liste anlegt, bes. eine Liste der Bürger zum Kriegsdienst oder zu anderen Staatslasten, Lys. 20, 13; vgl. Phot. lex.

Greek (Liddell-Scott)

καταλογεύς: έως, ὁ, (καταλέγω ΙΙ) ὁ ἐκλέγων καὶ καταγράφων τους πολίτας ἐν καταλόγῳ διὰ τὴν στρατιωτικὴν ἢ καὶ δι’ ἄλλην δημοσίαν ὑπηρεσίαν, Λυς. 159.9, πρβλ. Φώτ.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
commissaire rédacteur des rôles militaires, à Athènes.
Étymologie: καταλέγω.

Russian (Dvoretsky)

καταλογεύς: έως ὁ καταλέγω I] составитель списков (граждан, привлекаемых к выполнению различных повинностей) Lys.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταλογεύς -έως, ὁ [κατάλογος] registratie-ambtenaar.