κοιλόπεδος
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
ον,
A lying in a hollow, νάπος Pi.P.5.39.
Greek (Liddell-Scott)
κοιλόπεδος: -ον, ἐν κοίλῳ πεδίῳ κείμενος, κοιλόπεδον νάπος θεοῦ Πινδ. Π. 5. 50.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
situé au fond d’un vallon.
Étymologie: κοῖλος, πέδον.
English (Slater)
κοιλόπεδος
1 lying in a hollow Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ (P. 5.38)
Greek Monolingual
κοιλόπεδος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται σε κοίλη πεδιάδα, σε κοιλάδα βαθουλή («κοιλόπεδον νάπος» — βαθουλή και χαμηλή κοιλάδα, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + -πεδος (< πέδον), πρβλ. φοινικό-πεδος, χαλκό-πεδος].
Greek Monotonic
κοιλόπεδος: -ον (πέδον), αυτός που κείται σε κοίλο πεδίο, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
κοιλόπεδος: расположенный в глубине, глубоко лежащий (νάπη Pind.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοιλόπεδος -ον [κοῖλος, πέδον] diep gelegen.