οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
Full diacritics: λωβήμων | Medium diacritics: λωβήμων | Low diacritics: λωβήμων | Capitals: ΛΩΒΗΜΩΝ |
Transliteration A: lōbḗmōn | Transliteration B: lōbēmōn | Transliteration C: lovimon | Beta Code: lwbh/mwn |
ον, gen. ονος, = foreg., in acc. sg.,
A λωβήμονα κῆρα Nic.Al.536 (v.l. λωβήτορα).
λωβήμων, -ον (Α)
λωβήεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λώβη «κακομεταχείριση, προσβολή» + κατάλ. -ήμων (πρβλ. αιδ-ήμων, ελε-ήμων)].