λιπαρόζωνος
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
ον,
A bright-girdled, θύγατρες B.8.49; Ἀέλιος E.Ph.175 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 50] mit glänzendem Gürtel, Eur. Phoen. 178, Helios.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπᾰρόζωνος: -ον, ἔχων λιπαρὰν ζώνην, εὐπρεπέστατος, λιπαροζώνου Ἀελίου θύγατερ Σελαναία Εὐρ. Φοίν. 175, Βακχυλ. 8. 49 (ἔκδ. Blass).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la brillante ceinture.
Étymologie: λιπαρός, ζώνη.
Greek Monolingual
λιπαρόζωνος, -ον (Α)
αυτός που φορά λαμπρή, ωραία ζώνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης-λαμπρός» + ζώνη.
Greek Monotonic
λῐπᾰρόζωνος: -ον (ζώνη), αυτός που έχει λαμπρή ζώνη, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
λῐπᾰρόζωνος: украшенный блистающим поясом, опоясанный сиянием (ἅλιος Eur.).