προβατοκάπηλος

From LSJ
Revision as of 16:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβᾰτοκάπηλος Medium diacritics: προβατοκάπηλος Low diacritics: προβατοκάπηλος Capitals: ΠΡΟΒΑΤΟΚΑΠΗΛΟΣ
Transliteration A: probatokápēlos Transliteration B: probatokapēlos Transliteration C: provatokapilos Beta Code: probatoka/phlos

English (LSJ)

[κᾰ], ὁ,

   A sheep-dealer, retailer of sheep, Plu.Per.24, Com.Adesp.62.

German (Pape)

[Seite 711] mit Vieh, bes. mit Schafen handelnd; Schol. Ar. Equ. 762; Plut. Pericl. 24; Poll. 7, 184.

Greek (Liddell-Scott)

προβᾰτοκάπηλος: -ον, κάπηλος προβάτων, προβατέμπορος, Πλουτ. Περικλ. 24, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξ. προβατοπώλης.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchand de moutons.
Étymologie: πρόβατον, κάπηλος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
έμπορος προβάτων, προβατέμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + κάπηλος «μικροπωλητής» (πρβλ. ορνιθο-κάπηλος)].

Greek Monotonic

προβᾰτοκάπηλος: -ον, κάπηλος προβάτων, προβατέμπορας, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

προβᾰτοκάπηλος: ὁ мелкий торговец скотом Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προβατοκάπηλος -ου, ὁ [πρόβατον, κάπηλος] schapenhandelaar.

Middle Liddell

προβᾰτο-κάπηλος, ον,
a retailer of sheep, Plut.