πρόσφυγος

From LSJ
Revision as of 14:07, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salusBane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus

Menander, Monostichoi, 85
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσφῠγος Medium diacritics: πρόσφυγος Low diacritics: πρόσφυγος Capitals: ΠΡΟΣΦΥΓΟΣ
Transliteration A: prósphygos Transliteration B: prosphygos Transliteration C: prosfygos Beta Code: pro/sfugos

English (LSJ)

ον,

   A fleeing for refuge, Aesop.417, v.l. in Hdn.5.3.10.

German (Pape)

[Seite 787] zu Einem od. wohin fliehend, Aesop.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσφῠγος: -ον, ὁ καταφεύγων που πρὸς ἀσφάλειαν, πρόσφυξ, Κ. Πορφύρ. πρὸς τὸν υἱὸν Ρωμαν. 227, Αἰσώπ. Μῦθ. 39.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui se réfugie auprès de, qui cherche asile ou protection.
Étymologie: πρός, φυγή.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που καταφεύγει κάπου για ασφάλεια και προστασία («εἰς τὴν Μελιτηνὴν ἔτι πρόσφυγος ἦν», Κ. Πορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για θεματ. μορφή του πρόσφυξ (πρβλ. οψί-φυγος)].

Russian (Dvoretsky)

πρόσφῠγος: ищущий убежища Aesop.