σαρωνίς
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ίδος, ἡ,
A an old hollow oak, Call.Jov.22, Poet. ap. Parth.11.4, Eleg.Alex.Adesp.1.10; Hsch. cites also σορωνίς· ἐλάτη παλαιά.
German (Pape)
[Seite 864] ίδος, ἡ, alte hohle od. faule Eiche; Callim. Iov. 22; Parthen. 11; Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰρωνίς: -ίδος, ἡ, παλαιὰ δρῦς ἔσωθεν κοίλη, Καλλ. εἰς Δία 22, Νικαίν. παρὰ Παρθεν. 11. 2, «σαρωνίδες· πέτραι, ἢ διὰ παλαιότητα κεχηνυῖαι δρύες» Ἡσύχ., Ἐτυμολ. Μέγ.· ὁ Ἡσύχ. μνημονεύει καὶ σορωνίς. «ἐλάτη παλαιά».
Greek Monolingual
και σορωνίς, -ίδος, ἡ, Α
1. πολύχρονη δρυς με εσωτερικό κοίλωμα, με κουφάλα
2. (κατά τον Ησύχ.) «σαρωνίδες πέτραι ἢ διὰ παλαιότητα κεχηνυῑαι δρύες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Απίθανη φαίνεται η σύνδεση της λ. με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχιος «σαρῶνες
τὰ τῶν θηρατῶν λινά» (πιθ. παρεφθαρμένος τ. του σαρδόνες «σχοινί κυνηγετικό»). Πιθανότερη φαίνεται η σύνδεση της λ. με το ρ. σαίρω (Ι) «χάσκω» (πρβλ. σάρων)].
Frisk Etymological English
-ίδος
Grammatical information: f.
Meaning: old hollow oak (Call. Jov. 22 a. o., H.), also with -ο- (vowelharmony?; Schulze Kl. Schr. 661 f.) σορωνίς ἐλάτη παλαιά H.; cf. δρυμὸς Σόρων (Paus. 8, 23, 8).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: After Strömberg Wortstud. 29 from σαρῶνες τὰ τῶν θηρατῶν λίνα H., which is in spite of the parallels adduced hardly convincing. -- The variation points to a Pre-Greek word.
Frisk Etymology German
σαρωνίς: -ίδος
{sarōnís}
Grammar: f.
Meaning: alte hohle Eiche (Kall. Jov. 22 u. a., H.), auch mit -ο- (Vokalharmonie?; Schulze Kl. Schr. 661 f.) σορωνίς· ἐλάτη παλαιά H.; dazu δρυμὸς Σόρων (Paus. 8, 23, 8).
Etymology : Nach Strömberg Wortstud. 29 aus σαρῶνες· τὰ τῶν θηρατῶν λίνα H., was trotz den dort angeführten Parallelen kaum überzeugt.
Page 2,680