σκηνίς

From LSJ
Revision as of 01:09, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκηνίς Medium diacritics: σκηνίς Low diacritics: σκηνίς Capitals: ΣΚΗΝΙΣ
Transliteration A: skēnís Transliteration B: skēnis Transliteration C: skinis Beta Code: skhni/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A = σκηνή 111.2, Plu.Luc.7.

German (Pape)

[Seite 895] ίδος, ἡ, = σκηνή; Plut. Luc. 7; Ios.

Greek (Liddell-Scott)

σκηνίς: -ίδος, ἡ, = σκηνὴ, Πλουτ. Λούκουλλ. 7.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
petite tente.
Étymologie: σκηνή.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
αίθουσα σε μεγάλο πλοίο («ναῡς οὐ χρυσοφόροις σκηνίσιν... ἠσκημένας», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκηνή + επίθημα ίς, -ίδος (πρβλ. θαμν-ίς)].

Greek Monotonic

σκηνίς: -ίδος, ἡ, = σκηνή, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

σκηνίς: ίδος (ῐδ) ἡ шатер, палатка (χρυσόροφος Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκηνίς -ίδος, ἡ [σκηνή] tent, baldakijn. Plut. Luc. 7.6.

Middle Liddell

σκηνίς, ίδος, ἡ, = σκηνή, Plut.]