σκιοειδής
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
English (LSJ)
ές,
A shadowy, σκιοειδέα φῦλ' ἀμενηνά Ar.Av.686 (mockheroic); σ. φαντάσματα Pl.Phd.81d. 2 of colours, dark, καρποί Arist.Col.795a33; cf. σκιώδης.
German (Pape)
[Seite 899] ές, schattenartig, schattenähnlich, übh. dunkel, finster, trüb, neblig; φῦλα, Ar. Av. 686; φαντάσματα, Plat. Phaed. 81 d.
Greek (Liddell-Scott)
σκιοειδής: -ές, ὁ ὡς σκιὰ παρερχόμενος, σκιώδης, σκιοειδέα φῦλ’ ἀμενηνὰ Ἀριστοφ. Ὄρν. 686 (ἐν παρῳδουμένῳ ἡρωϊκῷ στίχῳ)· σκιοειδῆ φαντάσματα Πλάτ. Φαίδων 81D· θυσίην σκ. Ἀνθ. Π. 11. 34. ― Ἐπίρρ. –δῶς Ἐκκλ. 2) ἐπὶ χρωμάτων, Ἀριστ. π. Χρωμ. 5, 11· πρβλ. σκιώδης.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui ressemble aux ombres.
Étymologie: σκιά, εἶδος.
Greek Monolingual
-ές, Α
1. όμοιος με σκιά, σκοτεινός («σκιοειδῆ φαντάσματα», Πλάτ.)
2. (για χρώμα) σκούρος, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + συνδ. φων. -ο- + -ειδής].
Greek Monotonic
σκιοειδής: -ές (εἶδος), αυτός που παρέρχεται σαν σκιά, σκιώδης, ομιχλώδης, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκιοειδής -ες [σκιά, εἶδος] op een schim of schaduw gelijkend.
Russian (Dvoretsky)
σκιοειδής:
1) подобный тени (φῦλα Arph.; φαντάσματα Plat.);
2) темный, темно-серый (sc. τὸ χρῶμα Arst.).
Middle Liddell
σκιο-ειδής, ές εἶδος
fleeting like a shadow, shadowy, Ar., Plat.