σπουδαρχίας
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
A v. σπουδάρχης.
German (Pape)
[Seite 925] ὁ, = σπουδαρχίδης, B. A. 83. Vgl. σπουδάρχης.
Greek (Liddell-Scott)
σπουδαρχίας: ὁ, ἴδε σπουδάρχης, «κατὰ σπουδὴν ἄρχοντες» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
σπουδάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδάρχης + επίθημα -ίας (πρβλ. πραγματ-ίας)].