στόμωσις
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
English (LSJ)
εως, ἡ,
A hardening of iron, making it into steel, PCair.Zen.782 (a).54 (iii B.C.), Supp.Epigr.4.447.42 (Didyma, ii B.C.); πελέκεως Plu.2.156b; δεῖσθαι στομώσεως Muson.Fr.18Ap.97H.; ὁ σίδηρος δέχεται τὴν στόμωσιν Plu.2.73c; metaph., στόμα πολλὴν ἔχον στόμωσιν a mouth that hath much hardness of tongue, S.OC795; of the formation of the soul, καθάπερ στομώσει τῇ περιψύξει τοῦ πνεύματος μεταβαλόντος Chrysipp.Stoic.2.222; strengthening, Dam.Pr.414. 2 surgical opening, τοῦ ἀποστήματος, τοῦ σπλάγχνου, Heliod. ap. Orib.44.10.4, 13.4.
German (Pape)
[Seite 948] εως, ἡ, das Spitzen, Schärfen, Stählen; Plut. discr. am. et ad. 50; Muson. bei Stob. fl. 17, 43 g. E. – Uebertr., στόμα πολλὴν ἔχον στόμωσιν, Soph. O. C. 799, der viele Redekraft hat; vgl. Schol. Ar. Nubb. 1092.
Greek (Liddell-Scott)
στόμωσις: -εως, ἡ, (στομόω) ἡ σκλήρυνσις τοῦ σιδήρου ὥστε νὰ δύνηται νὰ ἀκονηθῇ, ἡ μεταβολὴ τοῦ σιδήρου εἰς χάλυβα, πελέκεως Πλούτ. 2. 156Β· δεῖσθαι στομώσεως Μουσῶν. παρὰ Στοβ. 160. 55· δέχεσθαι τὴν στόμωσιν Πλούτ. 2. 73C, κτλ.· - μεταφορ., στόμα πολλὴν στόμωσιν ἔχον, πολλὴν ὀξύτητα γλώσσης, Σοφ. Ο. Κ. 795· πρβλ. ὀξῦναι στόμα ἐν Τρ. 1176, καὶ ἴδε ἀναστομόω.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de tremper le fer, trempe ; fig. στόμα πολλὴν ἔχον στόμωσιν SOPH langue bien affilée.
Étymologie: στομόω.
Greek Monotonic
στόμωσις: -εως, ἡ, σκλήρυνση σιδήρου, ώστε με το ακόνισμα να αποκτήσει αιχμηρή κόψη, μεταβολή του σιδήρου σε χάλυβα· μεταφ., πολλὴν στόμωσιν ἔχειν, έχω κοφτερή γλώσσα, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
στόμωσις: εως ἡ
1) закалка (πελέκεως Plut.): δέχεσθαι τὴν στόμωσιν Plut. приобретать закалку;
2) заостренность, острота: στόμα πολλὴν ἔχον στόμωσιν Soph. сильно изощренный язык.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στόμωσις -εως, ἡ [στομόω] het harden (van ijzer); overdr.: στόμα πολλὴν ἔχον στόμωσιν een mond met een ijzerscherpe tong Soph. OC 795.
Middle Liddell
στόμωσις, εως, στομόω
a furnishing with a sharp edge: metaph., πολλὴν στόμωσιν ἔχειν to have a sharp edge, Soph.