συνδιαπλάσσω

From LSJ
Revision as of 20:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιαπλάσσω Medium diacritics: συνδιαπλάσσω Low diacritics: συνδιαπλάσσω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΠΛΑΣΣΩ
Transliteration A: syndiaplássō Transliteration B: syndiaplassō Transliteration C: syndiaplasso Beta Code: sundiapla/ssw

English (LSJ)

   A set a fracture, Pall. in Hp.Fract.12.278C.

Greek Monolingual

Μ
ανατάσσω σπασμένο οστό ώστε να επέλθει συγκόλληση με το πέρασμα του χρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαπλάσσω «αποκαθιστώ σπασμένο μέλος ή κόκαλο»].

Greek Monolingual

Μ
ανατάσσω σπασμένο οστό ώστε να επέλθει συγκόλληση με το πέρασμα του χρόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διαπλάσσω «αποκαθιστώ σπασμένο μέλος ή κόκαλο»].