τεχνοειδής

From LSJ
Revision as of 20:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχνοειδής Medium diacritics: τεχνοειδής Low diacritics: τεχνοειδής Capitals: ΤΕΧΝΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: technoeidḗs Transliteration B: technoeidēs Transliteration C: technoeidis Beta Code: texnoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A artistic, D.L.7.156.

German (Pape)

[Seite 1104] ές, kunstartig, D. L. 6, 156.

Greek (Liddell-Scott)

τεχνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τέχνην, τεχνικός, πνεῦμα πυροειδὲς καὶ τεχνοειδὲς Διογ. Λ. 7. 156.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
το ουδ. ως ουσ. τὸ τεχνοειδές
η τεχνική ικανότητα
αρχ.
τεχνικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέχνη + -ειδής].

Russian (Dvoretsky)

τεχνοειδής: подобный мастеру, т. е. созидающий, творческий (πνεῦμα Diog. L.).