Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τιμοκρατία

From LSJ
Revision as of 20:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῑμοκρᾰτία Medium diacritics: τιμοκρατία Low diacritics: τιμοκρατία Capitals: ΤΙΜΟΚΡΑΤΙΑ
Transliteration A: timokratía Transliteration B: timokratia Transliteration C: timokratia Beta Code: timokrati/a

English (LSJ)

ἡ,

   A state in which the love of honour is the ruling principle, expld. by Pl. as ἡ φιλότιμος πολιτεία. R.545b; cf. τιμαρχία.    II state in which honours are distributed according to a rating of property, timocracy, Arist.EN1160a36,b17.

German (Pape)

[Seite 1116] ἡ, bei Plat. Rep. VIII, 545 c u. öfter, ein Staat, dessen Grundlage die Ehre ist; bei Arist. eth. 8, 10 ein Staat, in welchem die Aemter u. Ehrenstellen nach der Schätzung des Vermögens, nach dem Census vertheilt werden.

Greek (Liddell-Scott)

τῑμοκρᾰτία: ἡ πολιτεία ἐν ᾗ ἡ πρὸς τὴν τιμὴν ἀγάπη εἶναι ἡ διοικοῦσα ἀρχή, ἑρμηνεύεται δὲ παρὰ Πλάτ. ὡς, ἡ φιλότιμος πολιτεία, Πολ. 545Β, πρβλ. τιμαρχία. ΙΙ. πολίτευμα, καθ’ ὃ τὰ ἀξιώματα διανέμονται ἀναλόγως πρὸς τὴν διατίμησιν τῆς περιουσίας, κατὰ τὸν Ἀριστ. ἐν Ἠθικ. Νικ. 8. 10, 1 καὶ 3, = ἡ ἐκ τιμημάτων πολιτεία, ἣν ὁ Πλάτ. (Πολ. 550C) καλεῖ ὀλιγαρχίαν, ὁ δὲ Ξεν. (Ἀπομν. 4. 6, 12) πλουτοκρατίαν.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 État dans lequel l’amour des honneurs est le principal mobile;
2 État où le pouvoir appartient aux citoyens possesseurs d’un certain revenu.
Étymologie: τιμή, κρατέω.

Greek Monolingual

η, ΝΑ
πολιτικό σύστημα της αρχαίας Ελλάδας κατά το οποίο η συμμετοχή τών πολιτών στη διακυβέρνηση ήταν ανάλογη με την περιουσιακή τους κατάσταση
αρχ.
το πολίτευμα στο οποίο καθοριστικός παράγοντας είναι η εντιμότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -κρατία (< -κράτης < κράτος), πρβλ. δημο-κρατία].

Greek Monotonic

τῑμοκρᾰτία: ἡ (κρατέω
I. πολιτειακό σύστημα στο οποίο η περιουσία είναι κριτήριο εξουσίας και τα αξιώματα κατανέμονται βάσει αυτής, σε Πλάτ.
II. πολιτεία στην οποία άρχει η αγάπη για τα αξιώματα, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

τῑμοκρᾰτία: ἡ тимократия
1) государство, власть в котором принадлежит наиболее уважаемым гражданам Plat.;
2) государство, в котором власть принадлежит гражданам с высоким имущественным цензом Arst.

Middle Liddell

τῑμο-κρᾰτία, ἡ, κρατέω
I. a state in which the love of honour is the ruling principle, Plat.
II. a state in which honours are distributed according to property, timocracy, Arist.