χυδαιολογία

From LSJ
Revision as of 11:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῠδαιολογία Medium diacritics: χυδαιολογία Low diacritics: χυδαιολογία Capitals: ΧΥΔΑΙΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: chydaiología Transliteration B: chydaiologia Transliteration C: chydaiologia Beta Code: xudaiologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A vulgar language, coarseness, Phot.Bibl.p.56.

German (Pape)

[Seite 1384] ἡ, gemeine, schlechte Sprache, Gemeinheit des Ausdrucks, Phot. bibl. cod. 80.

Greek (Liddell-Scott)

χῠδαιολογία: χυδαιότης λόγου, χυδαία γλῶσσα, Φωτ. Βιβλ. σ. 56, Ἐπιφάν. 1.626D· πρβλ. χυδαιότης.

Greek Monolingual

η, ΝΜ
νεοελλ.
χυδαίος λόγος, πρόστυχη έκφραση
μσν.
1. χυδαία, κακή, τετριμμένη γλώσσα («πρὸς τὴν πεπατημένην κατενηνεγμένοι χυδαιολογίαν», Φώτ.)
2. μάταιη, ανόητη συζήτηση («τῇ τῶν Ἀρειανῶν χυδαιολογίᾳ», Επιφάν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χυδαῖος + -λογία].