ἀντίταγμα

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιταγμα Medium diacritics: ἀντίταγμα Low diacritics: αντίταγμα Capitals: ΑΝΤΙΤΑΓΜΑ
Transliteration A: antítagma Transliteration B: antitagma Transliteration C: antitagma Beta Code: a)ntitagma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A opposingforce, D.S.11.67, Plu.Cleom.23; of a person, 'a political force', Nic.2,Luc.38.

German (Pape)

[Seite 261] τό, entgegengestelltes Heer, Plut. Cleom 23 u. Sp., wie D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντίταγμα: -ατος, τό, ἀντιτασσομένη στρατιωτικὴ δύναμις, Διόδ. 11. 67, Πλουτ. Κλεομ. 23.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
troupe opposée à l’ennemi.
Étymologie: ἀντιτάσσω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 fuerza militar de represión, ἀντίταγμα κατασκευάζων ταῖς πολιτικαῖς δυνάμεσιν D.S.11.67, cf. Plu.Cleom.23.
2 rival, oponente político, antagonista πρὸς τὴν Κλέωνος βδελυρίαν Plu.Nic.2, πρὸς τὴν Πομπηίου τυραννίδα Plu.Luc.38.

Greek Monolingual

ἀντίταγμα, το (Α)
1. αντίπαλη στρατιωτική δύναμη
2. (για πρόσωπο) πολιτικός αντίπαλος.

Greek Monotonic

ἀντίταγμα: -ατος, τό (ἀντιτάσσω), αντίθετη δύναμη, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντίταγμα: ατος τό
1) выставленное против (кого-л.) войско (ἀ. κατασκευάζειν ταῖς δυνάμεσιν Diod.; τῇ φάλαγγι τῶν Μακεδόνων Plut.);
2) перен. противодействие, средство борьбы (πρὸς Πλάτωνα Plut.).

Middle Liddell

ἀντιτάσσω
an opposing force, Plut.