ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
Full diacritics: ἀποδεκᾰτίζω | Medium diacritics: ἀποδεκατίζω | Low diacritics: αποδεκατίζω | Capitals: ΑΠΟΔΕΚΑΤΙΖΩ |
Transliteration A: apodekatízō | Transliteration B: apodekatizō | Transliteration C: apodekatizo | Beta Code: a)podekati/zw |
= sq.,
A δεκάτην LXX To.1.7.
(AM ἀποδεκατίζω)
νεοελλ.
επιφέρω μεγάλη καταστροφή, φθορά σε πληθυσμό ή αγέλη ζώων
αρχ.
παίρνω το δέκατο ενός είδους, εισπράττω τη δεκάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + δεκατίζω (μόνο σε σύνθεση, στην αρχ. ελλην.) < δέκατος, -η -ον < δέκα.