ἀργυρόηλος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
ον,
A silver-studded, ξίφος Il.2.45; θρόνος Od.7.162, etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρόηλος: -ον, ὁ ἀργυροῖς ἥλοις διαπεπαρμένος, ξίφος ἀργρυλόηλον Ἰλ. Β. 45· θρόνος Ὀδ. Η. 162, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
garni de clous d’argent.
Étymologie: ἄργυρος, ἦλος.
English (Autenrieth)
(ἦλος): ornamented with silver nails or knobs, silver-studded; ξιφος, θρόνος, φάσγανον, Il. 2.45, η 1, Il. 14.405.
Spanish (DGE)
(ἀργῠρόηλος) -ον
tachonado de plata ξίφος Il.2.45, φάσγανος Il.14.405, μαχαίριον Clem.Al.Paed.2.3.37, θρόνος Il.18.389, Od.7.162.
Greek Monolingual
ἀργυρόηλος, -ον (Α)
ο διακοσμημένος με ασημένια καρφιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + ήλος «καρφί»].
Greek Monotonic
ἀργῠρόηλος: -ον, αυτός που έχει καρφωθεί με ασημένια καρφιά, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀργῠρόηλος: усаженный серебряными гвоздями (θρόνος, ξίφος Hom.).