ἀτυφία

From LSJ
Revision as of 15:32, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἔστ' ἦμαρ ὅτε Φοίβος πάλιν ελεύσεται καὶ ες αεί ἔσσεται → the time will come when Apollo will return to stay forever

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτῡφία Medium diacritics: ἀτυφία Low diacritics: ατυφία Capitals: ΑΤΥΦΙΑ
Transliteration A: atyphía Transliteration B: atyphia Transliteration C: atyfia Beta Code: a)tufi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A freedom from arrogance, Men.304, Plu.2.82b, Jul.Or. 7.214b.

German (Pape)

[Seite 390] ἡ, Anmaßungslosigkeit, Plut. Lyc. et Num. 3, öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτῡφία: ἡ, ταπεινοφροσύνη, Μένανδ. ἐν «Κυβερνήταις» 4, Πλούτ. 2. 582Β.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
modestie.
Étymologie: ἄτυφος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 ausencia de arrogancia u ostentación, modestia τοῖς δὲ ... εὐτελέσι μετὰ σωφροσύνης οὐκ ἔστι καὶ ἀτυφίας (χρῆσθαι) Bio Bor.Fr.16A, cf. Phld.Coll.2.2, κενή Plu.2.82b, ἀ. καὶ ἀφέλεια Plu.2.582b, τοῦ Κάτωνος Plu.Cat.Mi.11, τοῦ Σωκράτους Procl.in Alc.312, αἰσχυνομένη Plu.Comp.Lyc.Num.3, τῆς ἀτυφίας ... ὑπομιμνῄσκουσα ref. a la Comedia Antigua, M.Ant.11.6, οἱ τὴν ἀτυφίαν ἀσπασάμενοι Iul.Or.7.214b, cf. Antisth.111, Ph.1.376
en lit. crist. humildad ἐλαττωτικὸς γὰρ ἑαυτοῦ διὰ ἀτυφίαν ὑπάρχει Didym.in Iob 12.4.
2 frugalidad περὶ τῆς κατὰ τὰ βρώματα ἀτυφίας καὶ ἁπλότητος Basil.M.31.1413B.

Greek Monolingual

ἀτυφία, η (Α) άτυφος
έλλειψη αλαζονείας, ταπεινοφροσύνη.

Russian (Dvoretsky)

ἀτῡφία: ἡ отсутствие заносчивости, непритязательность, скромность Men., Plut.