ἁλόθεν
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
English (LSJ)
Adv., (ἅλς)
A from the sea, ἐξ ἁλόθεν Il.21.335.
German (Pape)
[Seite 108] vom Meere her, Hom. einmal, ἐξ ἁλόθεν ll. 21. 335.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλόθεν: ἐπίρρ., (ἃλς) ἐκ τῆς θαλάσσης, ἐξ ἁλόθεν, Ἰλ. Φ. 335.
French (Bailly abrégé)
adv.
de la mer.
Étymologie: ἅλς¹, -θεν.
English (Autenrieth)
from the sea; ἐξ ἁλόθεν, ‘from out the sea,’ Il. 21.335†.
Spanish (DGE)
adv. del mar εἴσομαι ἐξ ἁλόθεν Il.21.335.
Greek Monolingual
ἁλόθεν επίρρ. (Α)
από τη θάλασσα, από το μέρος της θάλασσας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅλς + επιρρ. κατάλ. -θεν].
Greek Monotonic
ἁλόθεν: επίρρ. (ἅλς), από τη θάλασσα, ἐξ ἁλόθεν (δείχνει ότι είναι παλιά γεν.), σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἁλόθεν: adv. с моря (ἐξ ἁ. θύελλαν ὀρνύμεναι Hom.).
Middle Liddell
[ἅλς]
from the sea, ἐξ ἁλόθεν (showing that it is an old gen.) Il.