ἐμφέρβομαι

From LSJ
Revision as of 15:11, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφέρβομαι Medium diacritics: ἐμφέρβομαι Low diacritics: εμφέρβομαι Capitals: ΕΜΦΕΡΒΟΜΑΙ
Transliteration A: emphérbomai Transliteration B: empherbomai Transliteration C: emfervomai Beta Code: e)mfe/rbomai

English (LSJ)

poet. ἐνιφ-, Pass.,

   A feed in, σταθμοῖς Mosch.2.80.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφέρβομαι: ποιητ. ἐνιφ-, φέρβομαι, τρέφομαι ἔν τινι τόπῳ, καὶ γίγνετο ταῦρος οὐχ οἷος σταθμοῖς ἐνιφέρβεται (ἔνι φέρβεται Ahrens) Μόσχ. 2. 80.

Greek Monolingual

ἐμφέρβομαι και ποιητ. τ. ἐνιφέρβομαι (Α)
βόσκω μέσα σε κάτι.

Greek Monotonic

ἐμφέρβομαι: ποιητ. ἐνιφ-, Παθ., νέμομαι, τρέφομαι σε ένα μέρος, με δοτ., σε Μόσχ.

Middle Liddell

poet. ἐνιφ-
Pass. to feed in a place, c. dat., Mosch.