ἐξεπίσταμαι

From LSJ
Revision as of 16:15, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξεπίσταμαι Medium diacritics: ἐξεπίσταμαι Low diacritics: εξεπίσταμαι Capitals: ΕΞΕΠΙΣΤΑΜΑΙ
Transliteration A: exepístamai Transliteration B: exepistamai Transliteration C: eksepistamai Beta Code: e)cepi/stamai

English (LSJ)

   A know thoroughly, τι Hdt.2.43, 5.93: c. part., know well that .., ἐ. τὸν Κῦρον οὐκ ἀτρεμίζοντα Id.1.190, cf. S.OC1584; τὸν θεὸν τοιοῦτον (sc. ὄντα) ἐ. Id.Fr.771: c. inf., know well how to do, Id.Ant.480: with εὖ, Hdt.3.146, A.Ag.838; καλῶς S.OC417, etc.: c. acc. et inf.; know that, Id.Ant.293.    II know by heart, τὸν λόγον Pl.Phdr.228b.

German (Pape)

[Seite 877] (s. ἐπίσταμαι), genau wissen, verstehen; εὖ Aesch. Ag. 812; Soph. O. C. 560; αὕτη δ' ὑβρίζειν ἐξηπίστατο Ant. 476; Ar. Vesp. 1249; Her. 7, 39 u. oft, u. Sp.; c. part., ὡς λελοιπότα κεῖνον ἐξεπίστασο Soph. O. C. 1584; – ἐξεπιστάμενος τὸν λόγον Plat. Phaedr. 228 b, auswendig wissen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξεπίσταμαι: γιγνώσκω καλῶς, τι Ἡρόδ. 2. 43., 5. 93, καὶ Ἀττ.: ― μετὰ μετοχ., γιγνώσκω καλῶς ὅτι..., ἐξ. τὸν Κῦρον οὐκ ἀτρεμίζοντα ὁ αὐτὸς 1. 190, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1584· τὸν θεὸν τοιοῦτον (ἐνν. ὄντα) ἐξ. ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 707, πρβλ. Ἀντ. 293· ἀλλὰ μετ’ ἀπαρ., γιγνώσκω καλῶς πῶς νὰ πράξω τι, ὁ αὐτ. Ἀντ. 480, πρβλ. ἐπίσταμαι· συχνάκις μετὰ τοῦ εὖ ἢ καλῶς, Ἡρόδ. 3. 146 κ. ἀλλ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 838, Σοφ. Ο. Κ. 417, κτλ. ΙΙ. γιγνώσκω ἀπὸ στήθους, τὸν λόγον Πλάτ. Φαῖδρ. 228C.

French (Bailly abrégé)

savoir à fond, savoir parfaitement : τι qch ; avec un part., savoir parfaitement que qqn.
Étymologie: ἐξ, ἐπίσταμαι.

Greek Monolingual

ἐξεπίσταμαι (Α)
1. γνωρίζω καλά («μᾱλλον τῶν θεῶν τὰ οὐνόματα ἐξεπιστέατο Αἰγύπτιοι ἤ τοῡ Ἡρακλέους», Ηρόδ.)
2. γνωρίζω απ' έξω, έχω αποστηθίσει («ἐξεπίσταμαι τὸν λόγον»).

Greek Monotonic

ἐξεπίστᾰμαι: αποθ., γνωρίζω ολοκληρωμένα, γνωρίζω καλά, σε Ηρόδ., Αττ.· με απαρ., ξέρω καλά πώς να κάνω κάτι, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξεπίστᾰμαι:
1) хорошо знать (τι Her.): ἐξεπιστάμενος, μνήμην οὐ ποιήσομαι Her. хотя я и знаю, но упоминать (об этом) не стану;
2) уметь, отваживаться (ὑβρίζειν ἐξηπίστατο Soph.);
3) (тж. ἐ. ἀπὸ στόματος Arst.) знать наизусть (τι Plat.).

Middle Liddell


Dep. to know thoroughly, know well, Hdt., attic; c. inf. to know well how to do, Soph.