ἐπιτηρητής

From LSJ
Revision as of 09:40, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτηρητής Medium diacritics: ἐπιτηρητής Low diacritics: επιτηρητής Capitals: ΕΠΙΤΗΡΗΤΗΣ
Transliteration A: epitērētḗs Transliteration B: epitērētēs Transliteration C: epitiritis Beta Code: e)pithrhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A watcher, scout, Sch. rec.A.Th.36.    2 superintendent of taxes, ἐ. ἱερᾶς πύλης (at Elephantine in Egypt) Ostr.144 (ii A.D.), cf. 1020, al. ; νομῶν BGU 478.4 (ii A. D.), Arch.Pap.4.143 (ii A. D.) ; πλοίων POxy.2116.1 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 992] ὁ, der Beobachter, Schol. Aesch. Spt. 36 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτηρητής: -οῦ, ὁ, φύλαξ, φρουρός, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Θήβ. 36· ἐπ. ἱερᾶς πύλης (ἐν Ἐλεφαντίνῃ τῆς Αἰγύπτου) Συλλ. Ἐπιγρ. 4869-78, 4941d (Προσθῆκαι).

Greek Monolingual

ο (και θηλ. επιτηρήτρια) (AM ἐπιτηρητής) επιτηρώ
αυτός που του έχει ανατεθεί επιτήρηση, φύλακας, φρουρός, επόπτης
μσν.
1. αξίωμα τών μοναχών
2. διοικητής
αρχ.-μσν.
επιστάτης εισπράξεως φόρων.