ἔνδοθι
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
Adv.
A within, at home, Od.5.58; τά τ' ἔ. καὶ τὰ θύρηφι 22.220; σὺ δ' ἔ. θυμὸν ἀμύξεις Il.1.243, etc.; rare in Att., ἔ. μέν ἐστι Πρωταγόρας Eup.146a codd., cf. Posidipp.24. 2 c. gen., ἐελμένοι ἔ. πύργων Il.18.287; ἔ. νήσου Hes.Fr.76.4; οἴκου Id.Op.523.
German (Pape)
[Seite 835] drinnen, innerhalb; τά τ' ἔνδοθι καὶ τὰ θύρηφιν Od. 22, 220; σύ δ' ἔνδοθι θυμὸν ἀμύξεις, das Herz im Leibe, Il. 1, 243; oft ἔνδοθι θυμός; daheim, im Hause, 6, 498; ἔνδοθι πύργων 18, 287; νήσου Pind. N. 3, 21; a. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἔνδοθι: Ἐπίρρ., ἐντός, «μέσα», Λατ. intus, τὴν δ’ ἔνδοθι τέτμεν ἐοῦσαν Ὀδ. Ε. 58· τά τ’ ἔνδοθι καὶ τὰ θύρῃφιν Χ. 220· σὺ δ’ ἔνδοθι θυμὸν ἀμύξεις Ἰλ. Α. 243, κτλ.· σπάνιον παρ’ Ἀττ., ἔνδοθι μέν ἐστι Πρωταγόρας Εὔπολις ἐν «Κόλαξι» 10· πρβλ. Ποσείδιππον ἐν «Συντρόφοις» 2. 2) μετὰ γεν., ἐελμένοι ἔνδ. πύργων Ἰλ. Σ. 287· ἔνδ. νήσου Ἡσ. Ἀποσπ. 37.
French (Bailly abrégé)
adv.
au dedans, à l’intérieur, particul. dans la maison ; avec le gén. : au dedans de.
Étymologie: ἔνδον, -θι.
English (Autenrieth)
within, Il. 6.498; w. gen., Il. 18.287; opp. θύρηφιν, Od. 22.220; often = ἐν φρεσί, with θῦμός, μῆτις, νόος.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): acent. ἐνδόθι A.D.Adu.197.6
adv.
I 1dentro de la casa κιχήσατο δ' ἔ. πολλὰς ἀμφιπόλους encontró dentro de la casa a muchas criadas, Il.6.498, cf. 20.271, Od.5.58, καλά, τά ῥ' ἔ. κεῦθε δόμος Πετεῶο (objetos) hermosos que en su interior guardaba el palacio de Peteo Hes.Fr.200.6, ἔ. προνομεύειν ὄρμενα Posidipp.26, de otros lugares ὅσσα περ ἐντύνονται ... ἔ. νῆες A.R.1.235, ἔ. δ' ἐντί τοὶ πικροὶ κάλαμοι del carcaj de Eros, Mosch.1.20, ἔ. βάλλων εἰς ἅλα D.P.43, ἵκοντο ... μάλ' ἔ. Σύρτιν llegaron a Sirte bien adentro A.R.4.1235, περὶ γαστρὶ κυκώμενον ἔ. πνεῦμα Androm.31, κεῖται ... κόρη τῷδ' ἔ. τύμβῳ IHadrianopolis 38.4 (III d.C.).
2 interiormente, dentro de la pers., en cont. de sentimientos, emociones, etc. ἐμὸς ἔ. θυμὸς ἐτείρετο Il.22.242, cf. 1.243, Od.2.315.
3 en medio, entre medias νῆσοί τ' ἤπειροί τε καὶ ἁλμυρὸς ἔ. πόντος de un mar interior, Hes.Th.964.
II c. gen. dentro de ἔ. πύργων Il.18.287, ἔ. οἴκου Hes.Op.523, cf. Fr.205.4, ἔ. νηοῦ h.Cer.355, ἔ. γυίων Nic.Al.192, Συβαρίτιδος ἔ. λίμνας Theoc.5.146, ὅσσα τ' ὀδόντων ἔ. Call.Fr.43.15.
Greek Monolingual
ἔνδοθι (AM)
επίρρ. μέσα, εντός (α. «τὴν δ' ἔνδοθι τέμεν ἰοῡσαν», Ομ. Οδ.
β. «τῶν ἀνακτόρων ἔνδοθι»).
Greek Monotonic
ἔνδοθι: (ἔνδον),
1. επίρρ., εντός, μέσα, στην πατρίδα, Λατ. intus, σε Όμηρ.
2. με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἔνδοθι:
I adv. внутри: τὰ τ᾽ ἔ. καὶ τὰ θύρηφι Hom. то, что в доме, и то, что вне дома.
II в знач. praep. cum gen. внутри, в (πύργων Hom.; οἴκου Hes.; νήσου Pind.).
Middle Liddell
adverbἔνδον
1. adv. within, at home, Lat. intus, Hom.
2. c. gen., Il.