ὀπωρίζω

From LSJ
Revision as of 17:30, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπωρίζω Medium diacritics: ὀπωρίζω Low diacritics: οπωρίζω Capitals: ΟΠΩΡΙΖΩ
Transliteration A: opōrízō Transliteration B: opōrizō Transliteration C: oporizo Beta Code: o)pwri/zw

English (LSJ)

(ὀπώρα II)

   A gather fruit, ὀ. ὀπώραν Pl.Lg.845a ; σῦκα ib.844e; ἀπὸ συκῆς ὠπώριζε D.L.6.61 ; eat fruits, Arist.HA612a30 ; gather in the fruits, Plu.Per.9 :—so in Med., gather in one's fruits, Theopomp.Hist.89 : metaph., τοῖς τὰν ὥραν αὐτῶν βολλομένοις ὀπωρίξασθαι Dius ap.Stob.4.21.16.    II gather fruit off, ὀπωριεῦντες (Ion. fut. for -ιοῦντες) τοὺς φοίνικας Hdt. 4.172,182.

German (Pape)

[Seite 364] herbsten, die Früchte der ὀπώρα einerndten, Obst od. Früchte einsammeln; ὀπωριεῦντες (fut.) τοὺς φοίνικας, Her. 4, 172. 182; Plat. Legg. VIII, 844 e. – Med. für sich erndten; Theopomp. bei Ath. XII, 533 b; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπωρίζω: (ὀπώρα ΙΙ) συλλέγω, συνάγω καρπούς, ὀπ. ὀπώραν Πλάτ. Νόμ. 845Α· σῦκα αὐτόθι 844Α· ἀπὸ συκῆς ὀπώριζε Διογ. Λ. 6. 61· τρώγω καρπούς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 8· συνάγω τοὺς καρποὺς καὶ ἀποθηκεύω, Πλουτ. Περικλ. 9· οὕτως ἐν τῷ μέσῷ τύπῳ, συνάγω τοὺς καρπούς μου, Θεοπόμπ. Ἱστ. Ἀποσπ. 94· μεταφορ., τοῖς τὰν ὥραν αὐτῶν βολλομένοις ὀπωρίξασθαι Δῖος παρὰ Στοβ. 408. 51. ΙΙ. συνάγω καρπὸν ἔκ τινος, ὀπωριεῦντες (Ἰων. μέλλ. ἀντὶιοῦντες) τοὺς φοίνικας Ἡρόδ. 4. 172, 182.

French (Bailly abrégé)

f. ὀπωριῶ;
récolter les fruits ; simpl. récolter, acc..
Étymologie: ὀπώρα.

Greek Monolingual

ὀπωρίζω (Α) οπώρα
1. συλλέγω καρπούς («τὰ γενναῑα σῡκα ἐπονομαζόμενα ὀπωρίζειν βούληται», Πλάτ.)
2. τρώω φρούτα
3. αφαιρώ από κάποιο δέντρο τους καρπούς («ἀναβαίνουσι ἐς Αὔγιλα χῶρον ὀπωριεῡντες τοὺς φοίνικας», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

ὀπωρίζω: (ὀπώρα II), μέλ. -ιῶ (Ιων. μτχ. πληθ. ὀπωριεῦντες
I. συλλέγω καρπούς, σε Πλάτ.
II. μαζεύω καρπούς από δέντρα, με αιτ., σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀπωρίζω: (fut. ὀπωριῶ; ион. part. fut. pl. ὀπωριεῦντες)
1) собирать плоды: ὅπως ὀπωρίζωσιν οἱ βουλόμενοι Plut. (Кимон убрал все ограждения), чтобы все желающие могли рвать (у него) плоды;
2) собирать, снимать, срывать (τοὺς φοινίκας Her.; σῦκα Plat.).

Middle Liddell

ὀπωρίζω,
I. to gather fruits, Plat.
II. to gather fruit off trees, c. acc., Hdt.